γιαλί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γιαλί | τα | γιαλιά |
| γενική | του | γιαλιού | των | γιαλιών |
| αιτιατική | το | γιαλί | τα | γιαλιά |
| κλητική | γιαλί | γιαλιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική yalı < μεσαιωνική ελληνική γιαλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐λί
Ουσιαστικό

Γιαλιά στην Κωνσταντινούπολη
γιαλί ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) ξύλινη έπαυλη στις ακτές του Βοσπόρου, η οποία χτιζόταν ακριβώς δίπλα στη θάλασσα
- ※ Στο κατάστιχο του 1813, για παράδειγμα, εγγράφονται ποσά 8.795 γροσιών, που αφορούν την αγορά επίπλωσης και οικιακών σκευών για το νέο κονάκι· επίσης, 1.300 γρόσια για ενοίκιο, κατά τους έξι καλοκαιρινούς μήνες, ενός γιαλιού, δηλαδή εξοχικής παραθαλάσσιας κατοικίας, του καπουτζοχαντάρη του Αλή, Χουσεΐν μπέη, και 1.137 γρόσια που δαπανήθηκαν προκειμένου να μεταφερθεί εκεί η οικοσκευή του.
- Δημήτρης Δημητρόπουλος, Ο σαράφης του Αλή πασά στην Κωνσταντινούπολη 1813-1814: οικονομικές δοσοληψίες και συναλλαγές, στο: Σωκράτης Πετμεζάς, Τζελίνα Χαρλαύτη, Ανδρέας Λυμπεράτος, Κατερίνα Παπακωνσταντίνου (επιμ.), Θεωρητικές αναζητήσεις και εμπειρικές έρευνες: Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο, 10-13.12.2008. Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης, 2012.
- ※ Στο κατάστιχο του 1813, για παράδειγμα, εγγράφονται ποσά 8.795 γροσιών, που αφορούν την αγορά επίπλωσης και οικιακών σκευών για το νέο κονάκι· επίσης, 1.300 γρόσια για ενοίκιο, κατά τους έξι καλοκαιρινούς μήνες, ενός γιαλιού, δηλαδή εξοχικής παραθαλάσσιας κατοικίας, του καπουτζοχαντάρη του Αλή, Χουσεΐν μπέη, και 1.137 γρόσια που δαπανήθηκαν προκειμένου να μεταφερθεί εκεί η οικοσκευή του.
-
γιαλί στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.