γιακουτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιακουτικός | η | γιακουτική | το | γιακουτικό |
| γενική | του | γιακουτικού | της | γιακουτικής | του | γιακουτικού |
| αιτιατική | τον | γιακουτικό | τη | γιακουτική | το | γιακουτικό |
| κλητική | γιακουτικέ | γιακουτική | γιακουτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιακουτικοί | οι | γιακουτικές | τα | γιακουτικά |
| γενική | των | γιακουτικών | των | γιακουτικών | των | γιακουτικών |
| αιτιατική | τους | γιακουτικούς | τις | γιακουτικές | τα | γιακουτικά |
| κλητική | γιακουτικοί | γιακουτικές | γιακουτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γιακουτικός < Γιακουτία
Επίθετο
γιακουτικός, -ή, -ό
- σχετικός με έναν τουρκο-μογγολικό λαό, τη γλώσσα του (γιακουτικά) και τον πολιτισμό του
Μεταφράσεις
γιακουτικός
|
→ δείτε τη λέξη γιακουτικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.