γιαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γιαίνω < μεσαιωνική ελληνική γιαίνω < αρχαία ελληνική ὑγιαίνω < ὑγίεια < ὑγιής < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂yu- + gʷih₃- (μακρός βίος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.no/

Ρήμα

γιαίνω, στ.μέλλ.: θα γιάνω, αόρ.: έγιανα

(οικείο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά)
  1. (μεταβατικό) θεραπεύω, γιατρεύω
  2. (αμετάβατο) θεραπεύομαι, γίνομαι καλά μετά από αρρώστια ή τραυματισμό

Εκφράσεις

  • μέχρι να παντρευτείς θα γιάνει: φράση που λέγεται συνήθως για παρηγοριά σε μικρό παιδί που χτύπησε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.