γιάφκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάφκα οι γιάφκες
      γενική της γιάφκας των γιαφκών
    αιτιατική τη γιάφκα τις γιάφκες
     κλητική γιάφκα γιάφκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιάφκα < (άμεσο δάνειο) ρωσική явка (jávka)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝa.fka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιάφκα

Ουσιαστικό

γιάφκα θηλυκό

  • μυστικός χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται τα μέλη συνωμοτικής οργάνωσης, όπου φυλάσσεται παράνομο υλικό και εξοπλισμός
    δυνάμεις της αστυνομίας βρίσκονται σε εξονυχιστικό έλεγχο για τον εντοπισμό της παράνομης γιάφκας των τρομοκρατών

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.