γεωσκώληκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεωσκώληκας οι γεωσκώληκες
      γενική του γεωσκώληκα των γεωσκωλήκων
    αιτιατική τον γεωσκώληκα τους γεωσκώληκες
     κλητική γεωσκώληκα γεωσκώληκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωσκώληκας < λόγιο, γεωσκώληξ < γεω- + σκώληξ, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική earthworm

Ουσιαστικό

γεωσκώληκας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.