γεωργοοικονομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεωργοοικονομικός | η | γεωργοοικονομική | το | γεωργοοικονομικό |
| γενική | του | γεωργοοικονομικού | της | γεωργοοικονομικής | του | γεωργοοικονομικού |
| αιτιατική | τον | γεωργοοικονομικό | τη | γεωργοοικονομική | το | γεωργοοικονομικό |
| κλητική | γεωργοοικονομικέ | γεωργοοικονομική | γεωργοοικονομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεωργοοικονομικοί | οι | γεωργοοικονομικές | τα | γεωργοοικονομικά |
| γενική | των | γεωργοοικονομικών | των | γεωργοοικονομικών | των | γεωργοοικονομικών |
| αιτιατική | τους | γεωργοοικονομικούς | τις | γεωργοοικονομικές | τα | γεωργοοικονομικά |
| κλητική | γεωργοοικονομικοί | γεωργοοικονομικές | γεωργοοικονομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεωργοοικονομικός < γεωργ(ία) + -ο- + οικονομικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.oɾ.ɣo.i.ko.no.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ωρ‐γο‐οι‐κο‐νο‐μι‐κός
Επίθετο
γεωργοοικονομικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη γεωργία και την οικονομία
- ※ Σε πρώτο επίπεδο ειδικοί επιστήμονες της Διεύθυνσης Γεωργίας κάθε νομού καταρτίζουν πίνακες από τα διαθέσιμα λογιστικά στοιχεία γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με εκτιμήσεις για όλα τα γεωργικά προϊόντα του νομού, με βάση τις καθιερωμένες γεωργοοικονομικές μεθόδους. Οι πίνακες αυτοί οριστικοποιούνται ως τις 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
- Εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις (28 Μαρτίου 2010), Το Βήμα
- ※ Σε πρώτο επίπεδο ειδικοί επιστήμονες της Διεύθυνσης Γεωργίας κάθε νομού καταρτίζουν πίνακες από τα διαθέσιμα λογιστικά στοιχεία γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με εκτιμήσεις για όλα τα γεωργικά προϊόντα του νομού, με βάση τις καθιερωμένες γεωργοοικονομικές μεθόδους. Οι πίνακες αυτοί οριστικοποιούνται ως τις 15 Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Μεταφράσεις
γεωργοοικονομικός
|
|
Πηγές
- γεωργοοικονομικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.