γεωμαγνητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωμαγνητικός η γεωμαγνητική το γεωμαγνητικό
      γενική του γεωμαγνητικού της γεωμαγνητικής του γεωμαγνητικού
    αιτιατική τον γεωμαγνητικό τη γεωμαγνητική το γεωμαγνητικό
     κλητική γεωμαγνητικέ γεωμαγνητική γεωμαγνητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωμαγνητικοί οι γεωμαγνητικές τα γεωμαγνητικά
      γενική των γεωμαγνητικών των γεωμαγνητικών των γεωμαγνητικών
    αιτιατική τους γεωμαγνητικούς τις γεωμαγνητικές τα γεωμαγνητικά
     κλητική γεωμαγνητικοί γεωμαγνητικές γεωμαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωμαγνητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

γεωμαγνητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.