γεωμαγνητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεωμαγνητισμός | οι | γεωμαγνητισμοί |
| γενική | του | γεωμαγνητισμού | των | γεωμαγνητισμών |
| αιτιατική | τον | γεωμαγνητισμό | τους | γεωμαγνητισμούς |
| κλητική | γεωμαγνητισμέ | γεωμαγνητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεωμαγνητισμός < γεω- + μαγνητισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική géomagnétisme[1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γεωμαγνητισμός
|
Αναφορές
- γεωμαγνητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.