Deutsch
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Deutsch < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου deutsch (γερμανικός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɔɪ̯t͡ʃ/
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Deutsch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
Σύνθετα
- Hochdeutsch
- Judendeutsch
- Mitteldeutsch
- Niederdeutsch
- Oberdeutsch
- Plattdeutsch
- Schweizerdeutsch
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Deutsch < → λείπει η ετυμολογία
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- Deutsch < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Deutsch < → λείπει η ετυμολογία
Σλοβενικά (sl)
Ετυμολογία
- Deutsch < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.