γενόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γενόσημο τα γενόσημα
      γενική του γενόσημου των γενόσημων
    αιτιατική το γενόσημο τα γενόσημα
     κλητική γενόσημο γενόσημα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενόσημο < γένος + -ο- + σήμα + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) generic drug)

Ουσιαστικό

γενόσημο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) (ιατρική) το φάρμακο με όμοια ποσοτική και ποιοτική σύνθεση και δραστικότητα με άλλο φάρμακο, του οποίου έχουν λήξει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (πατέντα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.