γενόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γενόσημο | τα | γενόσημα |
| γενική | του | γενόσημου | των | γενόσημων |
| αιτιατική | το | γενόσημο | τα | γενόσημα |
| κλητική | γενόσημο | γενόσημα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γενόσημο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.