γεμοφέγγαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεμοφέγγαρο τα γεμοφέγγαρα
      γενική του γεμοφέγγαρου των γεμοφέγγαρων
    αιτιατική το γεμοφέγγαρο τα γεμοφέγγαρα
     κλητική γεμοφέγγαρο γεμοφέγγαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεμοφέγγαρο < γεμ(άτο) + -ο- + φεγγάρι + -ο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

γεμοφέγγαρο ουδέτερο

ΣυνώνυμαΑντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.