γεμιτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεμιτζής οι γεμιτζήδες
      γενική του γεμιτζή των γεμιτζήδων
    αιτιατική τον γεμιτζή τους γεμιτζήδες
     κλητική γεμιτζή γεμιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεμιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική yemeçi

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.miˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεμιτζής

Ουσιαστικό

γεμιτζής αρσενικό

  1. (ιδιωματικό, επάγγελμα) ο ναυτικός, ιδίως ο έμπειρος
    : γεμιζής
  2. (ειρωνικό) αυτός που δεν έχει καμιά σχέση με τη θάλασσα
  3. (ειρωνικό) αυτός που κομπάζει, ο παραμυθάς

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  • Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.