γεμιτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεμιτζής | οι | γεμιτζήδες |
| γενική | του | γεμιτζή | των | γεμιτζήδων |
| αιτιατική | τον | γεμιτζή | τους | γεμιτζήδες |
| κλητική | γεμιτζή | γεμιτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεμιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική yemeçi
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.miˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μι‐τζής
Ουσιαστικό
γεμιτζής αρσενικό
Παράγωγα
Συγγενικά
- Γεμιτζής (επώνυμο)
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.