γεμιζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεμιζής | οι | γεμιζήδες |
| γενική | του | γεμιζή | των | γεμιζήδων |
| αιτιατική | τον | γεμιζή | τους | γεμιζήδες |
| κλητική | γεμιζή | γεμιζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεμιζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική yemeçi
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.miˈzis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐μι‐ζής
Μεταφράσεις
γεμιζής
|
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.