γεμιζίστικα
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
γεμιζίστικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) ο ρουχισμός (η στολή) του ναυτικού
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.