γαϊτανοφρύδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαϊτανοφρύδης η γαϊτανοφρύδα
& γαϊτανοφρυδούσα
το γαϊτανοφρύδικο
      γενική του γαϊτανοφρύδη της γαϊτανοφρύδας
& γαϊτανοφρυδούσας
του γαϊτανοφρύδικου
    αιτιατική τον γαϊτανοφρύδη τη γαϊτανοφρύδα
& γαϊτανοφρυδούσα
το γαϊτανοφρύδικο
     κλητική γαϊτανοφρύδη γαϊτανοφρύδα
& γαϊτανοφρυδούσα
γαϊτανοφρύδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαϊτανοφρύδηδες οι γαϊτανοφρύδες
& γαϊτανοφρυδούσες
τα γαϊτανοφρύδικα
      γενική των γαϊτανοφρύδηδων των των γαϊτανοφρύδικων
    αιτιατική τους γαϊτανοφρύδηδες τις γαϊτανοφρύδες
& γαϊτανοφρυδούσες
τα γαϊτανοφρύδικα
     κλητική γαϊτανοφρύδηδες γαϊτανοφρύδες
& γαϊτανοφρυδούσες
γαϊτανοφρύδικα
Το θηλυκό, σε και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαϊτανοφρύδης < θηλυκό γαϊτανοφρύδ(α) + κατάληξη αρσενικού -ης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣai̯.ta.noˈfɾi.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊτανοφρύδης

Επίθετο

γαϊτανοφρύδης, -α/ούσα, -ικο

Συγγενικά

  • γαϊτανοφρυδάτος
  • γαϊτανοφρύδι, γαϊτανόφρυδο
  • γαϊτανοφρύδικος
  • γαϊτανοφρυδωμένος

 και δείτε τις λέξεις γαϊτάνι και φρύδι

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.