αγνωμοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγνωμοσύνη οι αγνωμοσύνες
      γενική της αγνωμοσύνης των αγνωμοσυνών
    αιτιατική την αγνωμοσύνη τις αγνωμοσύνες
     κλητική αγνωμοσύνη αγνωμοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγνωμοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνωμοσύνη

Ουσιαστικό

αγνωμοσύνη θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.