γατόπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γατόπορτα | οι | γατόπορτες |
| γενική | της | γατόπορτας | των | γατοπορτών |
| αιτιατική | τη | γατόπορτα | τις | γατόπορτες |
| κλητική | γατόπορτα | γατόπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γατόπορτα θηλυκό
- ειδικό άνοιγμα σε πόρτα, μπαλκονόπορτα κ.α. που επιτρέπει σε μια γάτα να περάσει όταν αυτή είναι κλειστή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.