γαλακτοσάκχαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαλακτοσάκχαρο | τα | γαλακτοσάκχαρα |
| γενική | του | γαλακτοσακχάρου & γαλακτοσάκχαρου |
των | γαλακτοσακχάρων |
| αιτιατική | το | γαλακτοσάκχαρο | τα | γαλακτοσάκχαρα |
| κλητική | γαλακτοσάκχαρο | γαλακτοσάκχαρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλακτοσάκχαρο < (καθαρεύουσα) γαλακτοσάκχαρον < από τη γενική γάλακτος της λέξης γάλα και σάκχαρον
Ουσιαστικό
γαλακτοσάκχαρο ουδέτερο
- το φυσικό σάκχαρο που περιέχεται στο επίσης φυσικό γάλα, οι φυσικοι υδατάνθρακες του γάλακτος (γλυκόζη, ολιγοσακχαρίτες, γαλακτόζη)
Μεταφράσεις
γαλακτοσάκχαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.