γαλακτοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλακτοποίηση οι γαλακτοποιήσεις
      γενική της γαλακτοποίησης* των γαλακτοποιήσεων
    αιτιατική τη γαλακτοποίηση τις γαλακτοποιήσεις
     κλητική γαλακτοποίηση γαλακτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαλακτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλακτοποίηση < γαλακτοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

γαλακτοποίηση θηλυκό

  1. η μετατροπή σε γάλα
  2. η παραγωγή γάλακτος (π.χ. από το μαστό)
     συνώνυμα: γαλακτοπαραγωγή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.