γαλακτοπαραγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλακτοπαραγωγή οι γαλακτοπαραγωγές
      γενική της γαλακτοπαραγωγής των γαλακτοπαραγωγών
    αιτιατική τη γαλακτοπαραγωγή τις γαλακτοπαραγωγές
     κλητική γαλακτοπαραγωγή γαλακτοπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλακτοπαραγωγή < γάλα + παραγωγή

Ουσιαστικό

γαλακτοπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.