γαλακτοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γαλακτοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
  2. θα γαλακτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλακτοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γαλακτοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλακτοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.