γαιανθρακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαιανθρακοφόρος | η | γαιανθρακοφόρος & γαιανθρακοφόρα |
το | γαιανθρακοφόρο |
| γενική | του | γαιανθρακοφόρου | της | γαιανθρακοφόρου & γαιανθρακοφόρας |
του | γαιανθρακοφόρου |
| αιτιατική | τον | γαιανθρακοφόρο | τη | γαιανθρακοφόρο & γαιανθρακοφόρα |
το | γαιανθρακοφόρο |
| κλητική | γαιανθρακοφόρε | γαιανθρακοφόρε & γαιανθρακοφόρα |
γαιανθρακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαιανθρακοφόροι | οι | γαιανθρακοφόροι & γαιανθρακοφόρες |
τα | γαιανθρακοφόρα |
| γενική | των | γαιανθρακοφόρων | των | γαιανθρακοφόρων | των | γαιανθρακοφόρων |
| αιτιατική | τους | γαιανθρακοφόρους | τις | γαιανθρακοφόρους & γαιανθρακοφόρες |
τα | γαιανθρακοφόρα |
| κλητική | γαιανθρακοφόροι | γαιανθρακοφόροι & γαιανθρακοφόρες |
γαιανθρακοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαιανθρακοφόρος < γαιάνθρακας + -φόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.