αείλανθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αείλανθος οι αείλανθοι
      γενική του αείλανθου των αείλανθων
    αιτιατική τον αείλανθο τους αείλανθους
     κλητική αείλανθε αείλανθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αείλανθος < αΐλανθος (παρετυμολογία: αεί + άνθος)

Ουσιαστικό

αείλανθος αρσενικό

  • (φυτό) άλλη γραφή του αΐλανθος
    Το ένστικτο επιβίωσης του αείλανθου πάντως είναι εντυπωσιακά ισχυρό: φυτρώνει και ευδοκιμεί σε χωματερές, σε σιδηροδρομικές ράγες, στην άσφαλτο, στο τσιμέντο. Από δαρβινική άποψη, είναι ένα θαύμα της φύσης. Ωστόσο το λεξικό σημείωνε και ένα κρίσιμο μειονέκτημα – τη «δυσάρεστη οσμή την οποία αναδίδει». (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.