βρογχιόλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρογχιόλιο τα βρογχιόλια
      γενική του βρογχιόλιου
& βρογχιολίου
των βρογχιόλιων
& βρογχιολίων
    αιτιατική το βρογχιόλιο τα βρογχιόλια
     κλητική βρογχιόλιο βρογχιόλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρογχιόλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bronchiole < bronchi +‎ -ole < υστερολατινική bronchus < αρχαία ελληνική βρόγχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷro-nkh₃- < *gʷerh₃- (τρώω, καταβροχθίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoŋ.çiˈo.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρογχιόλιο

Ουσιαστικό

βρογχιόλιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.