βρεχτοκούκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | βρεχτοκούκια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | βρεχτοκούκια | ||
| κλητική | βρεχτοκούκια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρεχτοκούκια πληθυντικός αριθμός του βρεχτοκούκι < μεσαιωνικά ελληνικά βρεχτός / βρεκτός + κουκί / κουκκί / κοκκίον / κοκκίν < ελληνιστική κοινή κοκκίον < αρχαία ελληνική κόκκος
Ουσιαστικό
βρεχτοκούκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) φαγητό από ξερά κουκιά που τα μουλιάζουν στο νερό, για να μαλακώσουν και να μαγειρευτούν / φαγωθούν
Μεταφράσεις
βρεχτοκούκια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.