βρεφοκομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βρεφοκομείο τα βρεφοκομεία
      γενική του βρεφοκομείου των βρεφοκομείων
    αιτιατική το βρεφοκομείο τα βρεφοκομεία
     κλητική βρεφοκομείο βρεφοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βρεφοκομείο < βρέφος + -ο- + -κομείο

Ουσιαστικό

βρεφοκομείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.