parietal

Αγγλικά (en)

Επίθετο
parietal (en)
- (ανατομία), (οστεολογία), (εγκεφαλολογία) βρεγματικός
- parietal bone - βρεγματικό οστό
- (βοτανική) τοιχωματικός, σχετικός με τα τοιχώματα ενός οργάνου ή κοιλότητας του οργανισμού
- (επιστημονικός όρος) πλευρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.