βραζιλιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραζιλιανός | η | βραζιλιανή | το | βραζιλιανό |
| γενική | του | βραζιλιανού | της | βραζιλιανής | του | βραζιλιανού |
| αιτιατική | τον | βραζιλιανό | τη | βραζιλιανή | το | βραζιλιανό |
| κλητική | βραζιλιανέ | βραζιλιανή | βραζιλιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραζιλιανοί | οι | βραζιλιανές | τα | βραζιλιανά |
| γενική | των | βραζιλιανών | των | βραζιλιανών | των | βραζιλιανών |
| αιτιατική | τους | βραζιλιανούς | τις | βραζιλιανές | τα | βραζιλιανά |
| κλητική | βραζιλιανοί | βραζιλιανές | βραζιλιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραζιλιανός < Βραζιλιάνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾa.zi.ʎaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐ζι‐λια‐νός
Μεταφράσεις
βραζιλιανός
|
→ δείτε τη λέξη βραζιλιάνικος |
Πηγές
- βραζιλιανός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.