βραβεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραβεύσιμος η βραβεύσιμη το βραβεύσιμο
      γενική του βραβεύσιμου της βραβεύσιμης του βραβεύσιμου
    αιτιατική τον βραβεύσιμο τη βραβεύσιμη το βραβεύσιμο
     κλητική βραβεύσιμε βραβεύσιμη βραβεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραβεύσιμοι οι βραβεύσιμες τα βραβεύσιμα
      γενική των βραβεύσιμων των βραβεύσιμων των βραβεύσιμων
    αιτιατική τους βραβεύσιμους τις βραβεύσιμες τα βραβεύσιμα
     κλητική βραβεύσιμοι βραβεύσιμες βραβεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραβεύσιμος < βραβεύω

Επίθετο

βραβεύσιμος, -η, -ο

η προσπάθειά του είναι βραβεύσιμη
καμία μελέτη δεν κρίθηκε βραβεύσιμη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.