βράβευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βράβευση | οι | βραβεύσεις |
| γενική | της | βράβευσης* | των | βραβεύσεων |
| αιτιατική | τη | βράβευση | τις | βραβεύσεις |
| κλητική | βράβευση | βραβεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βραβεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βράβευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.