βοϊδολάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοϊδολάτης οι βοϊδολάτες
      γενική του βοϊδολάτη των βοϊδολατών
    αιτιατική τον βοϊδολάτη τους βοϊδολάτες
     κλητική βοϊδολάτη βοϊδολάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοϊδολάτης < βόιδ(ι) + -ο- + -λάτης

Ουσιαστικό

βοϊδολάτης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.