βολίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βολίς αἱ βολίδες
      γενική τῆς βολίδος τῶν βολίδων
      δοτική τῇ βολίδ ταῖς βολίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βολίδ τὰς βολίδᾰς
     κλητική ! βολίς* βολίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βολίδε
γεν-δοτ τοῖν  βολίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βολίς < αρχαία ελληνική βολ(ή) + -ίς <  δείτε τη λέξη βάλλω

Ουσιαστικό

βολίς, -ίδος θηλυκό

  1. (οπλισμός) το δόρυ, το ακόντιο
  2. το ρίξιμο των ζαριών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.