βουκίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουκίτσα οι βουκίτσες
      γενική της βουκίτσας
    αιτιατική τη βουκίτσα τις βουκίτσες
     κλητική βουκίτσα βουκίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουκίτσα < βούκα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < μεσαιωνική ελληνική βούκα < βενετικά buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) < λατινικά bucca (μάγουλο) < κελτικά

Ουσιαστικό

βουκίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.