βοτρυοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοτρυοειδής η βοτρυοειδής το βοτρυοειδές
      γενική του βοτρυοειδούς* της βοτρυοειδούς του βοτρυοειδούς
    αιτιατική τον βοτρυοειδή τη βοτρυοειδή το βοτρυοειδές
     κλητική βοτρυοειδή(ς) βοτρυοειδής βοτρυοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοτρυοειδείς οι βοτρυοειδείς τα βοτρυοειδή
      γενική των βοτρυοειδών των βοτρυοειδών των βοτρυοειδών
    αιτιατική τους βοτρυοειδείς τις βοτρυοειδείς τα βοτρυοειδή
     κλητική βοτρυοειδείς βοτρυοειδείς βοτρυοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βοτρυοειδής < αρχαία ελληνική βοτρυοειδής / βοτρυώδης < βότρυς

Επίθετο

βοτρυοειδής

  • (λόγιο) που μοιάζει με βότρυ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.