βορειοευρωπαϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βορειοευρωπαϊκός | η | βορειοευρωπαϊκή | το | βορειοευρωπαϊκό |
| γενική | του | βορειοευρωπαϊκού | της | βορειοευρωπαϊκής | του | βορειοευρωπαϊκού |
| αιτιατική | τον | βορειοευρωπαϊκό | τη | βορειοευρωπαϊκή | το | βορειοευρωπαϊκό |
| κλητική | βορειοευρωπαϊκέ | βορειοευρωπαϊκή | βορειοευρωπαϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βορειοευρωπαϊκοί | οι | βορειοευρωπαϊκές | τα | βορειοευρωπαϊκά |
| γενική | των | βορειοευρωπαϊκών | των | βορειοευρωπαϊκών | των | βορειοευρωπαϊκών |
| αιτιατική | τους | βορειοευρωπαϊκούς | τις | βορειοευρωπαϊκές | τα | βορειοευρωπαϊκά |
| κλητική | βορειοευρωπαϊκοί | βορειοευρωπαϊκές | βορειοευρωπαϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
βορειοευρωπαϊκός
- ο σχετικός με χώρες και λαούς της Βόρειας Ευρώπης
Μεταφράσεις
βορειοευρωπαϊκός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.