βομβαρδιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βομβαρδιστικός | η | βομβαρδιστική | το | βομβαρδιστικό |
| γενική | του | βομβαρδιστικού | της | βομβαρδιστικής | του | βομβαρδιστικού |
| αιτιατική | τον | βομβαρδιστικό | τη | βομβαρδιστική | το | βομβαρδιστικό |
| κλητική | βομβαρδιστικέ | βομβαρδιστική | βομβαρδιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βομβαρδιστικοί | οι | βομβαρδιστικές | τα | βομβαρδιστικά |
| γενική | των | βομβαρδιστικών | των | βομβαρδιστικών | των | βομβαρδιστικών |
| αιτιατική | τους | βομβαρδιστικούς | τις | βομβαρδιστικές | τα | βομβαρδιστικά |
| κλητική | βομβαρδιστικοί | βομβαρδιστικές | βομβαρδιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βομβαρδιστικός < από το ρήμα βομβαρδίζω.
Επίθετο
βομβαρδιστικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη ρίψη βομβών
- βομβαρδιστικό: το πολεμικό αεροσκάφος που φέρει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη ρίψη ατομικών ή συμβατικών βομβών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βομβαρδιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.