blink
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| blink | blinks |
blink (en)
- γρήγορο άνοιγμα και κλείσιμο βλεφάρων
- το αναβόσβησμα
Ρήμα
| ενεστώτας | blink |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | blinks |
| αόριστος | blinked |
| παθητική μετοχή | blinked |
| ενεργητική μετοχή | blinking |
blink (en)
- βλεφαρίζω, ανοιγοκλείνω τα μάτια
- (αμετάβατο) αναβοσβήνω, φεγγοβολώ, λάμπω με ένα ασταθές φως· ανάβω και σβήνω κατ' επανάληψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.