βλάττα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλάττα οι βλάττες
      γενική της βλάττας των βλαττών
    αιτιατική τη βλάττα τις βλάττες
     κλητική βλάττα βλάττες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλάττα < λατινική blatta

Ουσιαστικό

βλάττα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, έντομο) είδος κατσαρίδας
     συνώνυμα: σίλφη
  2. (παρωχημένο, ιατρική) η ευλογιά και (συνεκδοχικά) η ουλή που αφήνει η εμφάνιση της ασθένειας αυτής
  3. (παρωχημένο, βοτανική) είδος ψώρας στα φύλλα φυτού

  • βλάττη
  • βλαττούδα
  • βλαττούδι
  • βλαττούσα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.