βλάττα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλάττα | οι | βλάττες |
| γενική | της | βλάττας | των | βλαττών |
| αιτιατική | τη | βλάττα | τις | βλάττες |
| κλητική | βλάττα | βλάττες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλάττα < λατινική blatta
Ουσιαστικό
βλάττα θηλυκό
- βλάττη
- βλαττούδα
- βλαττούδι
- βλαττούσα
Μεταφράσεις
βλάττα
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.