βλάττη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βλάττη | οι | βλάττες |
| γενική | της | βλάττης | των | βλαττών |
| αιτιατική | τη | βλάττη | τις | βλάττες |
| κλητική | βλάττη | βλάττες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλάττη < λατινική blatta
Μεταφράσεις
βλάττη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.