βισμούθιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Bi
  • Ατομικός αριθμός : 83
  • Προηγούμενο = Pb
  • Επόμενο = Po

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Τεχνητό βισμούθιο.

Ετυμολογία

βισμούθιο < (λόγιο δάνειο) γαλλική bismuth[1] < εκλατινισμένη ονομασία bismuthum[2] < πιθανόν από weiß (λευκή) + Masse (μάζα)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βισμούθιο τα βισμούθια
      γενική του βισμούθιου των βισμούθιων
    αιτιατική το βισμούθιο τα βισμούθια
     κλητική βισμούθιο βισμούθια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βισμούθιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βισμούθιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. bismuth - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.