βιράρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιράρω < ιταλική virare
Ρήμα
βιράρω
- (ναυτικός όρος): θέτω σε κίνηση το βαρούλκο για εισολκή αγομένου (σχοινιού, ή συρματόσχοινου, ή καδένας), κατά συνέπεια:
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
βιράρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.