βίρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βίρα < (άμεσο δάνειο) βενετική virar (τραβώ, σηκώνω)[1][2]
Επιφώνημα
βίρα
Ουσιαστικό
βίρα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το βιράρισμα, η διαδικασία του ανεβάσματος ενός αντικειμένου όπως ένα πανί, μία σημαία, ή της άγκυρας στο πλοίο.
- με το βίρα της άγκυρας, να λασκάρετε τις πρυμάτσες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βίρα
|
|
Αναφορές
- βίρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ως επιφώνημα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.