μαϊνάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαϊνάρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαϊνάρω

  • (ναυτικός όρος) μαζεύω, κατεβάζω το πανί, την άγκυρα, τη σημαία, ή κάποιο άλλο αντικείμενο σε ένα πλοίο
Μην μαϊνάρετε ακόμα την τζένοα, το λιμάνι είναι μακριά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.