αγαντάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική agguantar(e) + < guanto (σιδερένιο γάντι)
σημασία: «αντέχω, υπομένω» < διάλεκτος (άμεσο δάνειο) ιταλική agguantar(e) < ισπανική aguantar [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣanˈda.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγαντάρω

Ρήμα

αγαντάρω, αόρ.: αγαντάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (ναυτικός όρος) πιάνομαι, συγκρατούμαι από κάποιο σταθερό σημείο
    1. (στην προστακτική) πιάσε, δέσε, στήριξε!
      αγάντα το παλαμάρι!
    2. (στην προστακτική, μεταφορικά) τράβα κουπί, κωπηλάτησε!
      αγάντα και φτάσαμε!
  2. υπομένω, αντέχω, βαστάζω
    δεν αγαντάρω πια τα βάσανα

  • αγανταρίζω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.