βιοπραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιοπραγία | οι | βιοπραγίες |
| γενική | της | βιοπραγίας | των | βιοπραγιών |
| αιτιατική | τη | βιοπραγία | τις | βιοπραγίες |
| κλητική | βιοπραγία | βιοπραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.o.pɾaˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐πρα‐γί‐α
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βιαιοπραγώ, βία και πράττω
Μεταφράσεις
βιοπραγία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.