βιαιοπραγώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- βιαιοπραγία
- → δείτε τις λέξεις βία και πράττω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιαιοπραγώ | βιαιοπραγούσα | θα βιαιοπραγώ | να βιαιοπραγώ | βιαιοπραγώντας | |
| β' ενικ. | βιαιοπραγείς | βιαιοπραγούσες | θα βιαιοπραγείς | να βιαιοπραγείς | (βιαιοπράγει) | |
| γ' ενικ. | βιαιοπραγεί | βιαιοπραγούσε | θα βιαιοπραγεί | να βιαιοπραγεί | ||
| α' πληθ. | βιαιοπραγούμε | βιαιοπραγούσαμε | θα βιαιοπραγούμε | να βιαιοπραγούμε | ||
| β' πληθ. | βιαιοπραγείτε | βιαιοπραγούσατε | θα βιαιοπραγείτε | να βιαιοπραγείτε | βιαιοπραγείτε | |
| γ' πληθ. | βιαιοπραγούν(ε) | βιαιοπραγούσαν(ε) | θα βιαιοπραγούν(ε) | να βιαιοπραγούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιαιοπράγησα | θα βιαιοπραγήσω | να βιαιοπραγήσω | βιαιοπραγήσει | ||
| β' ενικ. | βιαιοπράγησες | θα βιαιοπραγήσεις | να βιαιοπραγήσεις | βιαιοπράγησε | ||
| γ' ενικ. | βιαιοπράγησε | θα βιαιοπραγήσει | να βιαιοπραγήσει | |||
| α' πληθ. | βιαιοπραγήσαμε | θα βιαιοπραγήσουμε | να βιαιοπραγήσουμε | |||
| β' πληθ. | βιαιοπραγήσατε | θα βιαιοπραγήσετε | να βιαιοπραγήσετε | βιαιοπραγήστε | ||
| γ' πληθ. | βιαιοπράγησαν βιαιοπραγήσαν(ε) |
θα βιαιοπραγήσουν(ε) | να βιαιοπραγήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιαιοπραγήσει | είχα βιαιοπραγήσει | θα έχω βιαιοπραγήσει | να έχω βιαιοπραγήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιαιοπραγήσει | είχες βιαιοπραγήσει | θα έχεις βιαιοπραγήσει | να έχεις βιαιοπραγήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιαιοπραγήσει | είχε βιαιοπραγήσει | θα έχει βιαιοπραγήσει | να έχει βιαιοπραγήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιαιοπραγήσει | είχαμε βιαιοπραγήσει | θα έχουμε βιαιοπραγήσει | να έχουμε βιαιοπραγήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιαιοπραγήσει | είχατε βιαιοπραγήσει | θα έχετε βιαιοπραγήσει | να έχετε βιαιοπραγήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιαιοπραγήσει | είχαν βιαιοπραγήσει | θα έχουν βιαιοπραγήσει | να έχουν βιαιοπραγήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.