βιονομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βιονομικός | η | βιονομική | το | βιονομικό |
| γενική | του | βιονομικού | της | βιονομικής | του | βιονομικού |
| αιτιατική | τον | βιονομικό | τη | βιονομική | το | βιονομικό |
| κλητική | βιονομικέ | βιονομική | βιονομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βιονομικοί | οι | βιονομικές | τα | βιονομικά |
| γενική | των | βιονομικών | των | βιονομικών | των | βιονομικών |
| αιτιατική | τους | βιονομικούς | τις | βιονομικές | τα | βιονομικά |
| κλητική | βιονομικοί | βιονομικές | βιονομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βιονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bionomic < bionomics < αρχαία ελληνική βίος + νέμω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.