βιομηχανοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιομηχανοποιώ < βιομηχανία + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialiser)
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.o.mi.xa.no.piˈo/
Ρήμα
βιομηχανοποιώ (παθητική φωνή: βιομηχανοποιούμαι)
- μετατρέπω μια βιοτεχνία (ή γενικότερα παραγωγή βασιζόμενη σε χειρωνακτική εργασία) σε βιομηχανία με την εισαγωγή μηχανών στην παραγωγική διαδικασία
Συγγενικά
- βιομηχανοποίηση
- βιομηχανοποιήσιμος
- → δείτε τις λέξεις βιομηχανία και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βιομηχανοποιώ | βιομηχανοποιούσα | θα βιομηχανοποιώ | να βιομηχανοποιώ | βιομηχανοποιώντας | |
| β' ενικ. | βιομηχανοποιείς | βιομηχανοποιούσες | θα βιομηχανοποιείς | να βιομηχανοποιείς | (βιομηχανοποίει) | |
| γ' ενικ. | βιομηχανοποιεί | βιομηχανοποιούσε | θα βιομηχανοποιεί | να βιομηχανοποιεί | ||
| α' πληθ. | βιομηχανοποιούμε | βιομηχανοποιούσαμε | θα βιομηχανοποιούμε | να βιομηχανοποιούμε | ||
| β' πληθ. | βιομηχανοποιείτε | βιομηχανοποιούσατε | θα βιομηχανοποιείτε | να βιομηχανοποιείτε | βιομηχανοποιείτε | |
| γ' πληθ. | βιομηχανοποιούν(ε) | βιομηχανοποιούσαν(ε) | θα βιομηχανοποιούν(ε) | να βιομηχανοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βιομηχανοποίησα | θα βιομηχανοποιήσω | να βιομηχανοποιήσω | βιομηχανοποιήσει | ||
| β' ενικ. | βιομηχανοποίησες | θα βιομηχανοποιήσεις | να βιομηχανοποιήσεις | βιομηχανοποίησε | ||
| γ' ενικ. | βιομηχανοποίησε | θα βιομηχανοποιήσει | να βιομηχανοποιήσει | |||
| α' πληθ. | βιομηχανοποιήσαμε | θα βιομηχανοποιήσουμε | να βιομηχανοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | βιομηχανοποιήσατε | θα βιομηχανοποιήσετε | να βιομηχανοποιήσετε | βιομηχανοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | βιομηχανοποίησαν βιομηχανοποιήσαν(ε) |
θα βιομηχανοποιήσουν(ε) | να βιομηχανοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βιομηχανοποιήσει | είχα βιομηχανοποιήσει | θα έχω βιομηχανοποιήσει | να έχω βιομηχανοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βιομηχανοποιήσει | είχες βιομηχανοποιήσει | θα έχεις βιομηχανοποιήσει | να έχεις βιομηχανοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βιομηχανοποιήσει | είχε βιομηχανοποιήσει | θα έχει βιομηχανοποιήσει | να έχει βιομηχανοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βιομηχανοποιήσει | είχαμε βιομηχανοποιήσει | θα έχουμε βιομηχανοποιήσει | να έχουμε βιομηχανοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βιομηχανοποιήσει | είχατε βιομηχανοποιήσει | θα έχετε βιομηχανοποιήσει | να έχετε βιομηχανοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βιομηχανοποιήσει | είχαν βιομηχανοποιήσει | θα έχουν βιομηχανοποιήσει | να έχουν βιομηχανοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
βιομηχανοποιώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.