βιντεοκάμερα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιντεοκάμερα οι βιντεοκάμερες
      γενική της βιντεοκάμερας των βιντεοκαμερών
    αιτιατική τη βιντεοκάμερα τις βιντεοκάμερες
     κλητική βιντεοκάμερα βιντεοκάμερες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιντεοκάμερα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική video camera < video (< λατινική video) + camera (< λατινική camera < αρχαία ελληνική καμάρα)

Ουσιαστικό

βιντεοκάμερα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.