żołądź

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

żołądź (pl) αρσενικό

  1. το βελανίδι
  2. (τραπουλόχαρτα) το σπαθί
  3. (ανατομία) η βάλανος

Συγγενικά

  • żołędne
  • żołędny
  • żołędziowy

Σημειώσεις

  • σπάνια χρησιμοποιείται και κλίνεται και σαν θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.